- κνησίχρυσος
- κνησίχρυσος, -ον (Α)φρ. «ῥίνη κνησίχρυσος» — λίμα με την οποία ο χρυσοχόος ξύνει το χρυσάφι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνησι- (< κνώ «ξύνω») + -χρυσος < χρυσός), πρβλ. αργυρό-χρυσος, επί-χρυσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνησίχρυσον — κνησίχρῡσον , κνησίχρυσος scraping gold masc/fem acc sg κνησίχρῡσον , κνησίχρυσος scraping gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek